διαβιβαστικός

διαβιβαστικός
η , ό[ν] см. διαβιβαστή ριος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαβιβαστικός" в других словарях:

  • διαβιβαστικός — transitive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβιβαστικός — ή, ό (ΑΜ διαβιβαστικός, ή, όν) διαβιβαστήριος αρχ. 1. (ως γραμματικός όρος) ο μεταβατικός 2. αυτός που προσφέρει ή παρέχει εύκολη διάβαση …   Dictionary of Greek

  • διαβιβαστικός — ή, ό ό,τι και όποιος χρησιμοποιείται ως μέσο για τη διαβίβαση: Προωθώ την αίτησή σου με συνοδευτικό διαβιβαστικό έγγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβιβαστικά — διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc pl διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc/acc dual διαβιβαστικά̱ , διαβιβαστικός transitive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβιβαστικόν — διαβιβαστικός transitive masc acc sg διαβιβαστικός transitive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβιβαστικοῦ — διαβιβαστικός transitive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβιβαστικῆς — διαβιβαστικός transitive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»